Σκευᾶς

Σκευᾶς
Σκευᾶς, ᾶ, ὁ (Plut., Caes. 715 [16, 2]; Appian, Bell. Civ. 2, 60 §247 [a centurion: Lat. Scaeva]; Cass. Dio 56, 16, 1; B-D-F §125, 2) Sceva a high priest Ac 19:14 (acc. to EKase, Am. Hist. Review 43, ’38, 437f a misunderstanding due to dittography).—BMastin, JTS 27, ’76, 405–12 (w. ref. to CIG 2889, on which s. LRobert, Les gladiateurs dans l’orient grec ’40, 180ff: an adj. [σκαιός] meaning ‘left-handed’); BHHW III 1813; Pauly-W. Suppl. IV 931f; II 471–83; Hemer, Acts 234.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκευάς — ᾱ, ὁ, Α (για τους ξιφομάχους που αγωνίζονταν με το αριστερό χέρι) αριστερόχειρας, ζερβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaeva «αριστερόχειρας» (βλ. και λ. σκαιός)] …   Dictionary of Greek

  • σκευᾶς — σκευᾶ̱ς , σκευάζω prepare fut ind act 2nd sg (doric) σκευή equipment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευάς — σκευά̱ς , σκευή equipment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκευάς, Δημήτριος — Αγωνιστής από τη Χασιά, γνωστός και ως Χασιώτης. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης. Έπεσε στις 18 Απριλίου 1822 …   Dictionary of Greek

  • σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”